Blogger Widgets




9 Νοεμβρίου 2014

CHARLES FINNEY – ΟΙ ΠΙΟ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΑΝΑΖΩΠΥΡΩΣΕΙΣ (Κεφάλαιο 8ον)

ΑΝΑΖΩΠΥΡΩΣΗ ΣΤΟ ANTWERP
Πρέπει να σας μιλήσω για την αναζωπύρωση στο Antwerp, ένα χωριό βόρεια από το Evans’ mills. Έφθασα εκεί τον Απρίλη και διαπίστωσα ότι καμία χριστιανική συνάθροιση οποιουδήποτε είδους δεν πραγματοποιείτο εκεί. Υπήρχε μια Πρεσβυτεριανή εκκλησία, που αποτελείτο από μερικά μέλη. Είχαν προσπαθήσει να διατηρήσουν μια συνάθροιση στο χωριό. Αλλά ο πρεσβύτερος που
οδηγούσε τις Κυριακάτικες συναθροίσεις τους, ζούσε περίπου πέντε μίλια μακριά κι έπρεπε να διασχίσει ένα συνοικισμό Ουνιβερσαλιστών.
Ποιοι είναι οι ουνιβερσαλιστές δείτε ΕΔΩ
Οι Ουνιβερσαλιστές είχαν διαλύσει τις συναθροίσεις στο χωριό, καθιστώντας αδύνατο για τον Διάκονο R να διασχίσει τον συνοικισμό τους ώστε να παρευρεθεί στις συναθροίσεις. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να βγάλουν τους τροχούς της άμαξάς του. Τελικά η αντίδραση πήρε τόσο άσχημη τροπή, που εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια και οι συναθροίσεις στο χωριό έπαυσαν. Μία κυρία δέχτηκε να ανοίξει το σπίτι της, για μια συνάθροιση εκείνο το βράδυ. Έτσι, βγήκα έξω και κάλεσα ανθρώπους και περίπου δεκατρείς εμφανίστηκαν. Τους κήρυξα κι έπειτα είπα πως αν μου δινόταν το δικαίωμα να χρησιμοποιήσω το σχολικό κτίριο του χωριού, θα κήρυττα την Κυριακή. Πήρα την άδεια των επιτρόπων και την επόμενη μέρα, μια πρόσκληση κυκλοφόρησε ανάμεσα στους ανθρώπους, για μια συνάθροιση το πρωί της Κυριακής.

Περπατώντας τριγύρω στο χωριό, άκουσα ένα τρομερό ποσοστό αισχρολογίας. Δεν νομίζω να είχα ποτέ ακούσει τόσο πολύ, σε κανένα άλλο μέρος πριν. Είτε έπαιζαν μπάλα είτε εργάζονταν, φαινόταν σαν οι άνθρωποι συνεχώς να καταριόνταν  και να βλαστημούσαν και να αναθεμάτιζαν ο ένας τον άλλον. 
Ένιωθα σχεδόν σαν να είχα φτάσει στα  σύνορα της κόλασης. Είχα ένα  φοβερό αίσθημα καθώς περπατούσα τριγύρω στο χωριό το Σάββατο. Και αυτή από μόνη της η ατμόσφαιρα φαινόταν δηλητηριώδης και ένα είδος τρόμου με κατέλαβε. Δόθηκα στην προσευχή το Σάββατο και τελικά αυτή η απάντηση ήρθε: “Μη φοβού, αλλά ομίλει... διότι εγώ είμαι μετά σου, και ουδείς θέλει επιβάλει χείρα επί σε διά να σε κακοποιήση, διότι έχω λαόν πολύν εν τη πόλει ταύτη." Αυτό με ανακούφισε εντελώς από κάθε φόβο. Ωστόσο, διαπίστωσα ότι οι Χριστιανοί εκεί πραγματικά φοβόντουσαν ότι κάτι σοβαρό θα συνέβαινε, αν οι συναθροίσεις ξεκινούσαν ξανά. Πέρασα σχεδόν όλο το Σάββατο στην προσευχή, αλλά περπάτησα τριγύρω στο χωριό αρκετά, ώστε να δω ότι η πρόσκληση που είχε σταλθεί δημιουργούσε αρκετή αναστάτωση.

Το πρωί  της Κυριακής ανέβηκα στο δάσος, όπου μπορούσα να είμαι μόνος με τον Θεό και πέρασα πολύ χρόνο στην προσευχή. Ωστόσο, δεν ένιωσα καμιά ανακούφιση κι έτσι επέστρεψα εκεί για δεύτερη φορά. Αλλά, παρόλ' αυτά το βάρος αυξήθηκε. Έτσι, πήγα πίσω για τρίτη φορά και τότε η απάντηση ήρθε. Διαπίστωσα ότι είχε φτάσει η ώρα της συνάθροισης και πήγα κατευθείαν στο σχολικό κτίριο. Το βρήκα κυριολεκτικά κατάμεστο. Είχα μια Βίβλο τσέπης στο χέρι μου και διάβασα αυτό το εδάφιο: “Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, διά να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.” Δεν μπορώ να θυμηθώ πολλά από το κήρυγμά μου, αλλά ξέρω ότι το κύριο θέμα μου ήταν η μεταχείριση που δέχτηκε ο Θεός, σε αντάλλαγμα της αγάπης Του. Το θέμα με συγκίνησε βαθιά και καθώς κήρυττα εξέχεα τη ψυχή μου και μαζί τα δάκρυά μου.

Πολλοί άνδρες ήταν εκεί, που τους είχα ακούσει να χρησιμοποιούν τη φοβερότερη αισχρολογία, την προηγούμενη ημέρα. Τους υπέδειξα στη συνάθροιση, λέγοντας τι είχαν πει – πώς καλούσαν τον Θεό για να καταραστούν ο ένας τον άλλον. Στην πραγματικότητα, άφησα να ξεσπάσει ολόκληρη η καρδιά μου επάνω τους. Τους είπα ότι φαίνονταν να ουρλιάζουν βλασφημίες μέσα στους δρόμους σαν κυνηγόσκυλα της κόλασης και ότι ένιωσα πως έφτασα στο χείλος της κόλασης. Όλοι γνώριζαν πώς ό,τι έλεγα ήταν αλήθεια και κατέβασαν τα μάτια τους. Δεν φαίνονταν θιγμένοι. Οι άνθρωποι έκλαψαν σχεδόν όσο κι εγώ. Δεν νομίζω να υπήρξαν στεγνά μάτια στο κτίριο.

Ο κ. C, ο ιδιοκτήτης της αίθουσας συναθροίσεων, είχε αρνηθεί να ανοίξει την αίθουσα το πρωί. Αλλά μόλις η πρώτη συνάθροιση τελείωσε, σηκώθηκε και είπε ότι θα άνοιγε την αίθουσα το απόγευμα. Οι άνθρωποι διασκορπίστηκαν και μετέφεραν το νέο προς κάθε κατεύθυνση. Έτσι, το απόγευμα, η αίθουσα συναθροίσεων ήταν σχεδόν τόσο γεμάτη από κόσμο, όσο ήταν το σχολικό κτίριο το πρωί. Όλοι είχαν έρθει και ο Κύριος με οδήγησε να ξεσπάσω επάνω τους με έναν ισχυρό τρόπο. Το κήρυγμά μου, φάνηκε να είναι κάτι νέο.  Φάνηκε σαν να μπορούσα να βρέχω χαλάζι και αγάπη επάνω τους ταυτόχρονα – ή με άλλα λόγια, σαν να μπορούσα να βρέχω χαλάζι επάνω τους, με αγάπη.  Φαινόταν σαν η αγάπη μου για τον Θεό, και οι υβρισμοί που συσσώρευσαν επάνω Του, να προκάλεσαν μέσα μου την εντονότερη αγωνία. Ένιωσα σαν να τους επέπληττα με όλη μου την καρδιά και όμως με μια συμπόνια, την οποία δεν μπορούσαν να παραγνωρίσουν. Ποτέ δεν τους άκουσα να με κατηγορούν για αυστηρότητα, αλλά πιθανότατα ποτέ δεν μίλησα με μεγαλύτερη αυστηρότητα στη ζωή μου.

Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ελέγχθηκε βαθιά. Από εκείνη την ημέρα κι έπειτα, όποτε πραγματοποιούσα μια συνάθροιση οπουδήποτε στην περιοχή, οι άνθρωποι συνωστίζονταν για να ακούσουν. Η αναζωπύρωση  εξαπλώθηκε με μεγάλη δύναμη. Τις Κυριακές κήρυττα δύο φορές στην εκκλησία του χωριού, συμμετείχα σε μια συνάθροιση προσευχής στα ενδιάμεσα, και συνήθως έβρισκα ένα σχολικό κτίριο κάπου για να κηρύξω στις πέντε η ώρα το απόγευμα.

Την τρίτη Κυριακή που κήρυττα εκεί, ένας ηλικιωμένος άντρας με πλησίασε. Ρώτησε αν θα μπορούσα να κηρύξω σ' ένα σχολικό κτίριο περίπου τρία μίλια μακριά, λέγοντας ότι ποτέ δεν είχαν γίνει χριστιανικές συναθροίσεις εκεί. Ήθελε να έλθω όσο πιο σύντομα μπορούσα. Αποφάσισα να πάω την επόμενη μέρα, Δευτέρα, στις πέντε η ώρα το απόγευμα. Ήταν μια ζεστή μέρα. Άφησα το άλογό μου στο χωριό και αποφάσισα να πάω με τα πόδια. Επειδή όμως είχα κηρύξει τόσο πολύ την Κυριακή, ένιωσα εξαντλημένος προτού ακόμα φτάσω στο μέρος εκείνο. Τα έβαλα με τον εαυτό μου, που δεν πήρα το άλογό μου.

Αλλά την προκαθορισμένη ώρα, βρήκα το σχολικό κτίριο κατάμεστο και μπόρεσα μονάχα να βρω μια όρθια θέση δίπλα στην πόρτα. Έψαλλαν, αλλά δεν μπορώ να το αποκαλέσω πραγματικά ψαλμωδία. Αυτό που γινόταν ήταν να κραυγάζει ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Ήμουν δάσκαλος μουσικής και η φρικτή παραφωνία τους με ταλαιπώρησε τόσο πολύ, που έβαλα τα χέρια μου πάνω στα αυτιά μου και τα κράτησα με όλη μου τη δύναμη. Αλλά ακόμη κι αυτό, δεν απομάκρυνε την παραφωνία. Όταν τελείωσαν, έπεσα στα γόνατά μου σχεδόν σε κατάσταση απελπισίας και άρχισα να προσεύχομαι. Ο Κύριος άνοιξε  τα παράθυρα του ουρανού και το πνεύμα της προσευχής ήλθε επάνω μου. Μπορούσα να εκχέω όλη μου την καρδιά στην προσευχή.
Δεν είχα καν σκεφτεί τι θα κήρυττα, αλλά περίμενα να δω τη συνάθροιση. 
Αμέσως μόλις τελείωσα να προσεύχομαι, σηκώθηκα από τα γόνατα και τους ανέφερα αυτήν την περικοπή: “Σηκώθητε, εξέλθετε εκ του τόπου τούτου· διότι καταστρέφει ο Κύριος την πόλιν. ”
Είπα ότι δεν ήξερα ακριβώς από πού ήταν αυτό το εδάφιο, αλλά τους είπα πού περίπου μπορούσαν να το βρουν.
 Έπειτα, άρχισα να τους το εξηγώ.
 Τους είπα πόσο απίστευτα αμαρτωλή πόλη είχαν γίνει τα Σόδομα και σε ποιες αμαρτωλές συνήθειες είχαν περιέλθει. 
Τους είπα ότι ο Κύριος είχε αποφασίσει να καταστρέψει τα Σόδομα, και επισκέφτηκε τον Αβραάμ και του είπε τι επρόκειτο να κάνει. Υποσχέθηκε στον Αβραάμ ότι, αν έβρισκε δέκα δίκαιους ανθρώπους στην πόλη, θα τη φειδόταν. Αλλά, στην πραγματικότητα, βρήκε ότι υπήρχε μόνο ένας δίκαιος άνθρωπος εκεί, κι αυτός ήταν ο Λωτ. Έτσι, οι άγγελοι του Θεού είπαν στο Λωτ, “Όντινα άλλον έχεις εν τη πόλει, εξάγαγε αυτούς εκ του τόπου... διότι ημείς καταστρέφομεν τον τόπον τούτον.”
Καθώς εξιστορούσα αυτά τα γεγονότα, οι άνθρωποι με κοίταζαν και άρχιζαν να θυμώνουν. Πολλοί από τους άνδρες ήταν με το πουκάμισό τους και έμοιαζαν σαν να ήθελαν να ορμήσουν μπροστά και να μου δώσουν ένα μάθημα με τις γροθιές τους. Είδα το παράξενο βλέμμα τους, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχα πει που τους είχε θίξει. Αλλά, φάνηκε πως ο θυμός τους μεγάλωνε και μεγάλωνε καθώς συνέχιζα την ιστορία. Αμέσως μόλις τελείωσα, στράφηκα προς αυτούς και τους είπα πως κατανοούσα ότι δεν είχαν ποτέ μια χριστιανική συνάθροιση σε εκείνο το μέρος, κι έτσι θεωρούσα δεδομένο πως ήταν ασεβείς άνθρωποι. Τους πίεσα να το αντιληφθούν με περισσότερη και περισσότερη δύναμη, με την καρδιά μου τόσο πλήρη, που σχεδόν ξεχείλιζε.

Μιλούσα σε αυτούς  με αυτόν τον άμεσο τρόπο, μόλις επί ένα τέταρτο της ώρας, όταν μονομιάς φάνηκε μια φοβερή κατάνυξη να ησυχάζει επάνω τους. Άρχισαν να πέφτουν από τις θέσεις τους προς κάθε κατεύθυνση  και να κράζουν για έλεος. Εάν είχα ένα ξίφος σε κάθε χέρι, δεν θα τους είχα αποκόψει από τις θέσεις τους γρηγορότερα, από όσο είχαν πέσει. Σχεδόν ολόκληρη η συνάθροιση βρισκόταν είτε στα γόνατα είτε πεσμένη μπρούμυτα, σε λιγότερο από δυο λεπτά, μετά από το πρώτο χτύπημα που έπεσε επάνω της. Οποιοσδήποτε ήταν σε θέση να μιλήσει, προσευχόταν για τον εαυτό του.

Φυσικά, έπρεπε να σταματήσω να κηρύττω, επειδή δεν έδιναν πλέον καμία προσοχή. Είδα τον ηλικιωμένο άνδρα που με είχε καλέσει εκεί για να κηρύξω, να κάθεται στη μέση της αίθουσας και να κοιτά γύρω με απόλυτη κατάπληξη. Ύψωσα τη φωνή μου σχεδόν σε μια κραυγή για να τον κάνω να ακούσει, και τον υπέδειξα λέγοντας, “Δεν μπορείς να προσευχηθείς” Έπεσε στα γόνατα και με δυνατή φωνή εξέχυσε την καρδιά του στον Θεό. Αλλά οι άνθρωποι δεν έδωσαν καμία σημασία. Τότε μίλησα όσο πιο δυνατά μπορούσα και προσπάθησα να τους κάνω να  ακούσουν. Είπα, “Δεν είστε ακόμα στην κόλαση. Τώρα αφήστε με να σας οδηγήσω στο Χριστό.” Για λίγα λεπτά, προσπάθησα να τους εξηγήσω  το Ευαγγέλιο, αλλά μόλις και μετά βίας κάποιος απ' αυτούς έδωσε την παραμικρή προσοχή. Η καρδιά μου ήταν τόσο γεμάτη με χαρά σ' αυτή τη  θέα, που μετά δυσκολίας μπόρεσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Με μεγάλη δυσκολία συγκράτησα τον εαυτό μου, να μην φωνάξω δίνοντας τη δόξα στον Θεό.

Μόλις κατάφερα να θέσω τα συναισθήματά μου υπό έλεγχο, στράφηκα σε έναν νεαρό άντρα που βρισκόταν κοντά μου και προσευχόταν για τον εαυτό του. Έβαλα το χέρι μου στον ώμο του για να τραβήξω την προσοχή του και μίλησα στο αυτί του για την σωτηρία του Ιησού. Μόλις κατάφερα να επιστήσω την προσοχή του στο σταυρό του Χριστού,  πίστεψε, ηρέμησε και ησύχασε για ένα – δύο λεπτά κι έπειτα ξέσπασε σε προσευχή για τους άλλους. Στράφηκα έπειτα σε έναν άλλο άνθρωπο κι έκανα το ίδιο πράγμα, με το ίδιο αποτέλεσμα. Έπειτα σε έναν άλλον, και σε άλλον.

Συνέχισα έτσι, έως ότου διαπίστωσα πώς  είχε έρθει η ώρα να πάω σε μια άλλη συνάθροιση στο χωριό. Τους το είπα και ζήτησα από τον ηλικιωμένο άντρα που με είχε καλέσει εκεί, να αναλάβει τη συνάθροιση. Κι έτσι έκανε. Αλλά υπήρχαν πάρα πολλές πληγωμένες ψυχές, για να απολύσει τη συνάθροιση, κι έτσι συνεχίστηκε όλη τη νύχτα. Το πρωί, υπήρχαν ακόμα άνθρωποι εκεί που δεν μπορούσαν να φύγουν. Μεταφέρθηκαν σε ένα σπίτι στη γειτονιά, για να μπορέσει να ξεκινήσει το σχολείο. Το απόγευμα με κάλεσαν ξανά, γιατί ακόμα δεν μπορούσαν να απολύσουν τη συνάθροιση.

Όταν πήγα εκεί για δεύτερη φορά, ανακάλυψα γιατί είχαν θυμώσει τόσο πολύ κατά τη διάρκεια του κηρύγματός μου την προηγούμενη ημέρα. Έμαθα ότι το μέρος  λεγόταν Σόδομα, κάτι το οποίο δεν γνώριζα – και ότι υπήρχε μονάχα ένας ευσεβής άντρας εκεί, και τον έλεγαν Λωτ. Αυτός ήταν ο ηλικιωμένος άντρας  που με είχε καλέσει εκεί. Οι άνθρωποι υπέθεσαν ότι είχα διαλέξει το θέμα μου και τους κήρυξα με εκείνον τον τρόπο γιατί ήταν τόσο αμαρτωλοί ώστε να ονομαστούν Σόδομα. Ήταν μια καταπληκτική σύμπτωση, αλλά όσον αφορά εμένα, ήταν εντελώς τυχαίο.

Αν και η αναζωπύρωση ήλθε επάνω τους τόσο ξαφνικά και με τόση δύναμη, ήταν υγιαίνοντες στην πίστη και το έργο που έγινε ήταν μόνιμο και γνήσιο. Ποτέ δεν άκουσα να λαμβάνει χώρα οποιαδήποτε καταστρεπτική αντίδραση.

Μίλησα για τους Ουνιβερσαλιστές, που απέτρεψαν τον Διάκονο R από το να συμμετέχει στις συναθροίσεις, αφαιρώντας τους τροχούς από την άμαξά του. Όταν η αναζωπύρωση έφθασε στο απόγειο, ο Διάκονος R με κάλεσε να πάω και να κηρύξω σε εκείνη τη γειτονιά. Έτσι, αποφάσισα να κηρύξω ένα απόγευμα στο σχολικό τους κτίριο. Όταν έφθασα, βρήκα τον τόπο κατάμεστο. Ο Διάκονος R καθόταν κοντά σε ένα παράθυρο. Έψαλλαν όσο καλύτερα μπορούσαν. Έπειτα προσευχήθηκα κι ένιωσα σαν να είχα πραγματικά πρόσβαση στην αίθουσα του θρόνου του Θεού. Σηκώθηκα και διάβασα αυτήν την περικοπή: “ Όφεις, γεννήματα εχιδνών· πως θέλετε φύγει από της καταδίκης της γεέννης;”

Ο Διάκονος R φάνηκε πολύ ανήσυχος και σύντομα σηκώθηκε και πήγε και στάθηκε στην ανοιχτή πόρτα. Υπέθεσα, ότι είχε πάει να κρατήσει σε ησυχία μερικά από τα αγόρια κοντά στην πόρτα. Αλλά αργότερα, έμαθα ότι πήγε επειδή φοβήθηκε.  Σκέφτηκε πως, αν μου επιτίθοντο, θα μπορούσε να ξεφύγει. Είχε καταλάβει ότι επρόκειτο να είμαι πολύ ευθύς μαζί τους και ήθελε να κρατηθεί σε απόσταση, που να μην μπορούν να τον φτάσουν. Κατά τη διάρκεια εκείνου του κηρύγματος, εξέχυσα τον εαυτό μου επάνω τους με όλη μου τη δύναμη και προτού τελειώσω, υπήρξε μια πλήρης ανατροπή των ίδιων των θεμελίων του Ουνιβερσαλισμού, σε εκείνον τον τόπο. Ήταν πολύ παρόμοιο με αυτό που συνέβη στα Σόδομα. Έτσι, η αναζωπύρωση απλώθηκε σε κάθε μέρος της πόλης και σε κάποιες από τις γειτονικές πόλεις επίσης.

Κατά τη διάρκεια αυτής της αναζωπύρωσης, υπήρξαν δύο περιπτώσεις άμεσης αποκατάστασης από την παραφροσύνη. Καθώς πήγα σε μια συνάθροιση κάποιο φορά, είδα κάποιες κυρίες να κάθονται σε ένα στασίδι με μια κυρία ντυμένη στα μαύρα, η οποία  φαινόταν να βρίσκεται σε μεγάλη απόγνωση. Την κρατούσαν με τρόπο και την απέτρεπαν από το να βγει έξω. Μια από τις κυρίες, ήρθε και μου είπε ότι ήταν μια παράφρων γυναίκα – ότι ήταν Μεθοδιστής, αλλά πίστευε πως έχει ξεπέσει από τη χάρη. Αυτό, την οδήγησε στην απελπισία και τελικά στην παραφροσύνη. Ο σύζυγός της, ήταν ένας γερός πότης που ζούσε αρκετά μίλια μακριά από το χωριό. Την είχε αφήσει στη συνάθροιση και είχε πάει στην ταβέρνα. Τις είπα λίγα λόγια, αλλά απάντησε ότι έπρεπε να φύγει. Είπε ότι δεν άντεχε να ακούει προσευχές, κηρύγματα ή ύμνους, γιατί η κόλαση ήταν το σπίτι της  και δεν μπορούσε να υπομείνει οτιδήποτε της θύμιζε τον παράδεισο.

Είπα στις κυρίες να την κρατήσουν στη θέση της αν μπορούσαν, χωρίς να διαταράσσουν τη συνάθροιση. Έπειτα ανέβηκα στον άμβωνα. Μόλις άρχισαν οι ύμνοι αγωνίστηκε σκληρά για να βγει έξω. Αλλά οι κυρίες την εμπόδισαν και ευγενικά αλλά επίμονα απέτρεψαν τη διαφυγή της. Έπειτα από μερικά λεπτά ηρέμησε, αλλά φάνηκε πως απέφευγε να ακούσει τους ύμνους. Έπειτα προσευχήθηκα. Για κάποιο διάστημα την άκουγα να αγωνίζεται να βγει έξω, αλλά προτού τελειώσω, ησύχασε και η συνάθροιση ηρέμησε. Ο Κύριος μου έδωσε ένα μεγάλο πνεύμα προσευχής και μια περικοπή από τους Εβραίους: “Ας πλησιάζωμεν λοιπόν μετά παρρησίας εις τον θρόνον της χάριτος, διά να λάβωμεν έλεος και να εύρωμεν χάριν προς βοήθειαν εν καιρώ χρείας.”

Ο στόχος μου ήταν να ενθαρρύνω την πίστη, σε εμάς και σε αυτήν. Κρατούσε το κεφάλι  της σκυμμένο και φαινόταν αποφασισμένη να μην ακούσει τίποτα από όσα έλεγα.  Αλλά, καθώς συνέχιζα, σταδιακά άρχισε να σηκώνει το κεφάλι της  και να με κοιτάζει μέσα από το μακρύ μαύρο καπέλο της. Ύψωνε το βλέμμα της όλο και περισσότερο, μέχρι που κάθισε στητή και με κοιτούσε κατά πρόσωπο με πολλή προσοχή. Καθώς παρότρυνα τους ανθρώπους να είναι  δυνατοί στην πίστη, να φέρουν και να παραδώσουν τους εαυτούς τους με απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό, δια μέσου της θυσίας του μεγάλου μας Αρχιερέα, ξαφνικά τρόμαξε τη συνάθροιση με μια δυνατή διαπεραστική κραυγή. Έπειτα, έπεσε σχεδόν από τη θέση της  και μπορούσα να δω ότι έτρεμε. Οι κυρίες στο στασίδι την στήριζαν με τρόπο και την πρόσεχαν με παρακλητικό ενδιαφέρον και συμπόνια. Καθώς συνέχισα, άρχισε να κοιτάει ψηλά ξανά και σύντομα κάθισε στητή, το πρόσωπό της άλλαξε θαυμαστά, γέμισε από θριαμβευτική χαρά και ειρήνη. Σπάνια έχω δει ανθρώπινο πρόσωπο τόσο ακτινοβόλο όσο το δικό της, εκείνη την ημέρα. Η χαρά της ήταν όσο μεγάλη, που μετά δυσκολίας μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό της, έως ότου τελείωσε η συνάθροιση – και τότε πληροφόρησε όλους ότι είχε ελευθερωθεί. Σχεδόν δύο χρόνια μετά, τη συνάντησα ξανά και ήταν ακόμα γεμάτη από χαρά και ειρήνη.

Η άλλη περίπτωση αποκατάστασης, ήταν εκείνη μιας γυναίκας που επίσης είχε περιέλθει σε απελπισία και παραφροσύνη. Δεν ήμουν εκεί όταν αποκαταστάθηκε, αλλά έμαθα ότι ήταν σχεδόν στιγμιαίο – και ότι συνέβη όταν βαπτίστηκε στο Άγιο Πνεύμα. Οι αναζωπυρώσεις κάποιες φορές, θεωρούνται υπαίτιες ότι οδηγούν τους ανθρώπους στην παραφροσύνη. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως παράφρονες στο θέμα της θρησκείας και οι αναζωπυρώσεις τους αποκαθιστούν παρά τους καθιστούν παράφρονες.

Κατά τη διάρκεια αυτής της αναζωπύρωσης, ακούσαμε ότι υπήρξε μια μεγάλη αντίδραση σ' αυτήν, από το Gouverneur, μια πόλη περίπου δώδεκα μίλια βόρεια. Ακούσαμε, πως απειλούσαν ότι θα κατέβαιναν και θα μας επιτίθεντο και θα έπαυαν τις συναθροίσεις μας. Φυσικά, δεν δώσαμε καμία σημασία. Στην πραγματικότητα, δεν πέρασε πολύς καιρός προτού μια αναζωπύρωση ξεσπάσει και σε εκείνο το μέρος επίσης.
Tέλος του ογδόου κεφαλαίου: αναζωπύρωση στο Αntwerp
Συνεχίζεται.........
Η σειρά αυτή της ιστορίας της ζωής του CHARLES FINNEY, δόθηκε από τον αδελφό Μανώλη Οικονομάκη για τα Xristianikanea.gr, και μεταφράστηκε στα Ελληνικά από την Κατερίνα Παρασκευά.
Ευχαριστούμε πολύ τα αδέλφια μας γι`αυτό. Ο Κύριος να τους ευλογεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Πήγαινε!

Eπέστρεψε στο Χριστό

Φυλαχτείτε από ένα σοβαρό σύνδρομο....

Που είναι οι άνδρες?

Τρέξε για τη ζωή σου!

Ξύπνα εκκλησία!

Προσευχηθείτε για τη δύναμη του Θεού

Υπάρχει Ένας Άλλος Κόσμος

Zώντας την αγάπη